αττικιστής

αττικιστής
ο (AM ἀττικιστής) [αττικίζω]
ο οπαδός του αττικισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀττικιστής — one who affects masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττικιστής — ο θηλ. ίστρια ο υπέρμαχος του αττικισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίλιος Μοίρις ο Αττικιστής — (2ος αι. μ.Χ.). Έλληνας γραμματικός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού. Έγραψε λεξικό της αττικής διαλέκτου …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικισταῖς — Ἀττικιστής one who affects masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικισταί — Ἀττικιστής one who affects masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικιστοῦ — Ἀττικιστής one who affects masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικιστῇ — Ἀττικιστής one who affects masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικιστήν — Ἀττικιστής one who affects masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικιστῶν — Ἀττικιστής one who affects masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικιστάς — Ἀττικιστά̱ς , Ἀττικιστής one who affects masc acc pl Ἀττικιστά̱ς , Ἀττικιστής one who affects masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”